- υπόμνημα
- [ипомнима] ουσ. о. докладная записка, краткое сообщение.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ὑπόμνημα — reminder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… … Dictionary of Greek
υπόμνημα — το, ατος 1. έγγραφο με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι, υπομνηστικό σημείωμα. 2. γραπτή έκθεση για καταστάσεις ή γεγονότα, που υποβάλλεται σε κάποια αρχή για να ενεργήσει αυτή όπως πρέπει: Δώσαμε στο νομάρχη το υπόμνημα για τη διάνοιξη του δρόμου. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόμνημ' — ὑπόμνημα , ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc sg ὑπόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely pres ind mp 1st sg ὑ̱πόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely perf ind mp 1st sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνημάτων — ὑπόμνημα reminder neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήμασι — ὑπόμνημα reminder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήμασιν — ὑπόμνημα reminder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματα — ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματι — ὑπόμνημα reminder neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματος — ὑπόμνημα reminder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek